- λαχνάεις
- λαχνᾱεις1 shaggy Σικελία τ' αὐτοῦ (= Τυφῶνος)
πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός … Dictionary of Greek